- Αμενχοτέπ
- Βλ. λ. Αμένοφις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αμένοφις ή Αμενχοτέπ — Όνομα τεσσάρων φαραώ της Αιγύπτου της 18ης δυναστείας (16ος–14ος αι. π.Χ.). Το όνομα Αμενχοτέπσημαίνει «ο Άμμων είναι ευχαριστημένος». 1. Α. Α’ (1570 – 1524 π.Χ.). Γιος του Άμαση Α’ και ιδρυτής της 18ης δυναστείας, ανέλαβε τον θρόνο το 1545 π.Χ.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Μερόη — Αρχαία πόλη του Σουδάν. Βρισκόταν στην περιοχή ανάμεσα στον πέμπτο και έκτο καταρράκτη του Νείλου. Τα ερείπια της Μ. βρίσκονται σε απόσταση 5 χλμ. Β του σημερινού χωριού Καμπούσια. Τα ίχνη κατοίκησης στη Μ. ανάγονται στη νεολιθική εποχή, αν και… … Dictionary of Greek